- ἰαυθμός
- ἰαυθμόςsleeping-placemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιαυθμός — ἰαυθμός και ἰαθμός, ὁ (Α) 1. φωλιά, σπηλιά 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαύω «διανυκτερεύω» + θμος] … Dictionary of Greek
ἰαυθμοί — ἰαυθμός sleeping place masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαυθμούς — ἰαυθμός sleeping place masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
ιαθμός — ἰαθμός, ὁ (Α) βλ. ιαυθμός … Dictionary of Greek
μηλιαυθμός — μηλιαυθμός, ὁ (Α) τόπος όπου κοιμούνται τα πρόβατα, μάντρα προβάτων, ποιμνιοστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατον» + ἰαυθμός «φωλιά»] … Dictionary of Greek
au-2, au̯-es-, au-s- — au 2, au̯ es , au s English meaning: to spend the night, sleep Deutsche Übersetzung: “ũbernachten, schlafen” Material: Arm. aganim ‘spends the night “, vair ag “ living in the country “, aut “ spend the night, night’s rest,… … Proto-Indo-European etymological dictionary